- καπόνι
- Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των τριγλιδών, της ομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που απαντούν σε όλες τις εύκρατες και τροπικές θάλασσες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός στηθικού πτερυγίου, το οποίο φέρει 2 ή 3 ακτίνες μεγεθυμένες για την ανίχνευση της τροφής. Πρόκειται για βενθικούς οργανισμούς, που έχουν τη δυνατότητα παραγωγής ήχων και οι οποίοι μπορούν να φθάσουν σε μήκος το 1 μ. Κυριότεροι αντιπρόσωποι είναι η περιστεδία ηκατάφρακτη, της οποίας σχεδόν ολόκληρο το σώμα, χρώματος κόκκινου ανοιχτού, είναι σκεπασμένο από κοκάλινες πλάκες, η τρίγλη η γραμμωτή, ο εξώκοιτος ο εξωβλέφαρος, η τρίγλη η λύρα, της οποίας το πλατύ κεφάλι είναι οπλισμένο με πολλά αγκάθια, κ.ά.
Γενικά, το σώμα των κ. έχει κάπως τριγωνική κατατομή και λεπταίνει από το κεφάλι προς την ουρά. Σε ορισμένα είδη, όπως στους εξώκοιτους (χελιδονόψαρα), τα πρώτα αγκάθια στα πτερύγια του στήθους είναι ελεύθερα, με διεύθυνση προς τα πίσω και μοιάζουν με δάχτυλα. Τα ψάρια αυτά χρησιμοποιούν τα πτερύγια ως πόδια, για να μετακινούνται στον βυθό. Ορισμένα είδη, όπως ο εξώκοιτος ο ιπτάμενος, μπορούν με τη βοήθεια των στηθικών πτερυγίων να πετούν έξω από το νερό. Τα μεγάλα –σαν φτερά πουλιών– πολύχρωμα πτερύγιά τους τα καθιστούν ένα από τα ωραιότερα είδη ψαριών. Γενικά τα κ., επειδή έχουν πολλά αγκάθια και σχετικά λίγο κρέας, θεωρούνται αλιεύματα μικρής εμπορικής αξίας. Χρησιμοποιούνται κυρίως μαζί με άλλα είδη για την παρασκευή της ελληνικής ψαρόσουπας, γνωστής με την ονομασία κακαβιά.
Κ. λέγεται και ο ευνουχισμένος κόκορας που τρέφεται για πάχυνση. Ο ευνουχισμός (καπόνιασμα) του κόκορα γίνεται στον τρίτο ή τέταρτο μήνα της ηλικίας του και αφού αφεθεί από την προηγούμενη μέρα νηστικός. Παλαιότερα η εγχείρηση αυτή γινόταν με σκοπό την πάχυνση και στις όρνιθες, από τις οποίες αφαιρούσαν τις ωοθήκες.
* * *το (Μ καπόνιν)ευνουχισμένος πετεινόςνεοελλ.ναυτ. εξάρτημα τού πλοίου που χρησιμεύει για ανάρτηση και στήριξη αντικειμένων, η επωτίδα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappone (< λατ. capo)].
Dictionary of Greek. 2013.